- περιβλέπτου
- περίβλεπτοςlooked at from all sidesmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Περιβλέπτου, μονή — Γυναικείο ησυχαστήριο του νομού Εύβοιας, βορειοδυτικά της Χαλκίδας, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Χαλκίδας. Από το παλαιό βυζαντινό μοναστήρι έχει απομείνει σήμερα το καθολικό και τμήμα του περιβόλου. Το καθολικό, εκκλησία σταυροειδής… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
αγιογραφία — Ιδιαίτερος κλάδος της ζωγραφικής, του οποίου αποκλειστικό θέμα είναι η ιστόρηση (εικονογράφηση) αγίων προσώπων του χριστιανισμού και θρησκευτικών γενικών παραστάσεων, με προκαθορισμένο τρόπο τεχνικής. Η α. χρησιμοποιείται για την εικονογράφηση… … Dictionary of Greek
Παναγίας, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια. 1. Ακρωτηριανής (Τοπλού). Ανδρικό μοναστήρι του νομού Λασιθίου. Bλ. λ. Τοπλού, μονή. 2. Καλυβιανής. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Ηρακλείου. Bλ. λ. Καλυβιανής (Παναγίας), μονή. 3. Κλεισούρας … Dictionary of Greek
Church of St. George of Samatya — Սամաթիոյ Սուրբ Գէորգ Եկեղեցի Surp Kevork The entrance of the modern church viewed from north … Wikipedia
PALAEOLOGA Familia — in Imeprio Constantinopolitano illustris, e qua varii Imperatores hodieque in tristibus quibusdam posterorum reliquiis, sub Imperio Turcico gementibus, superest, uti testatur Sponius Itinerar. Grac. Pauci autem ex ea, imo vix ulla numismata obvia … Hofmann J. Lexicon universale
δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… … Dictionary of Greek
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek
περιβλεπτότης — τητος, ἡ, ΜΑ [περίβλεπτος] 1. η ιδιότητα τού περίβλεπτου, το να είναι κανείς ή κάτι περιφανής/ές 2. (στο Βυζάντιο) (ως τιμητικός τίτλος) εξοχότητα … Dictionary of Greek
Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού, δήμος — Νέος δήμος (3.278 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Γεωργίου, Βίτολης, Δικάστρου, Μαυρίλου, Μεγάλης Κάψης, Μερκάδας, Μεσαίας Κάψης, Νεοχωρίου Τυμφρηστού,… … Dictionary of Greek